- κατάχρυσα
- κατάχρῡσα , κατάχρυσοςoverlaid with gold-leafneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατάχρυσος — η, ο ολόχρυσος, χρυσοστόλιστος: Είχε κατάχρυσα κοσμήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)